- φίσα
- η, Ν1. καρτέλα, δελτίο για σημειώσεις, ιδίως επιστημονικής φύσεως2. μάρκα χαρτοπαιγνίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fiche «μικρή σφήνα, μικρός πάσσαλος, μάρκα χαρτοπαιγνίου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίσα — η (λ. γαλλ.) 1. καθένα από τα μικρά ομοιόσχημα φύλλα χαρτιού ή χαρτονιού, στα οποία γράφονται σημειώσεις, πληροφορίες κτλ. για ταξινόμηση κατά αλφαβητική σειρά ή κατά ύλη, καρτέλα, δελτίο. 2. μάρκα χαρτοπαίγνιου: Eξαργύρωσε φίσες στο καζίνο και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)